προπληρώνω

προπληρώνω
Ν
πληρώνω κάποιον ή κάτι εκ τών προτέρων, προκαταβάλλω την αξία πράγματος ή την αμοιβή εργασίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προπληρώνω — προπληρώνω, προπλήρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προπληρώνω — προπλήρωσα, προπληρώθηκα, προπληρωμένος, πληρώνω από πριν, προκαταβάλλω την αξία πράγματος, το μισθό ή το ημερομίσθιο: Οι μισθοί των δημόσιων υπαλλήλων προπληρώνονται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προεισφέρω — ΝΑ προπληρώνω, προκαταβάλλω την εισφορά για κάτι αρχ. 1. προπληρώνω χρήματα στην πολιτεία («ἀργύριον ἄτοκον προεισφέρειν», επιγρ.) 2. εισάγω νόμο εκ τών προτέρων 3. απονέμω, αποδίδω σε κάποιον κάτι προηγουμένως («προεισφέρειν χάριν τῇ πάλει») 4.… …   Dictionary of Greek

  • προπληρωμή — η, Ν [προπληρώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προπληρώνω, η προκαταβολή τής αξίας ενός πράγματος ή η προκαταβολή τής αμοιβής μιας εργασίας 2. (νομ. οικον.) το απαιτούμενο ποσό που προκαταβάλλεται από το δημόσιο ταμείο, με χρηματικά… …   Dictionary of Greek

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

  • προδίδωμι — ΜΑ 1. (κυρίως για χρήματα) δίνω εκ τών προτέρων, προπληρώνω («προδίδου τῶν χρημάτων εἰς τὸ μηδὲν ἐλλείπειν», Ξεν.) 2. απονέμω, παρέχω προηγουμένως («τῶν προδεδομένων τιμῶν», επιγρ.) 3. παραδίδω κάτι σε κάποιον προηγουμένως («τῶ ἐστιάτορι...… …   Dictionary of Greek

  • προδιάζω — Α (για αργυραμοιβό) προκαταβάλλω χρήματα, προπληρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διάζω «ενεργώ, πράττω»] …   Dictionary of Greek

  • προδιαγράφω — ΝΜΑ διαγράφω κάτι εκ τών προτέρων, προκαθορίζω την πορεία του, προσχεδιάζω κάτι αρχ. πληρώνω κάτι από πριν, προπληρώνω …   Dictionary of Greek

  • προεκτίνω — ΜΑ προκαταβάλλω, προπληρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκτίνω «πληρώνω, ξεπληρώνω»] …   Dictionary of Greek

  • προκαταβάλλω — ΝΑ νεοελλ. καταβάλλω εκ τών προτέρων χρηματικό ποσό, προπληρώνω («προκαταβάλλω το ενοίκιο») αρχ. 1. καταβάλλω, καταρρίπτω κάτι εκ τών προτέρων 2. εφαρμόζω πρώτος 3. σπέρνω από πριν 4. εισάγω εκ τών προτέρων ένα θέμα 5. δηλώνω, αναφέρω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”